top of page
ΘΕΣΜΙΚΗ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΗΣΗ Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ «ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ» ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.

 

Η οπισθοδρόμηση σε μέτρα προστασίας του εργατικού δυναμικού μπορεί πράγματι να μας οδηγήσει στην ανάπτυξη;

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα axianews του Σαββάτου 7/09/2019 / αφ. φύλλου 36 / σελ. 20)

Με μία «νυχτερινή» τροπολογία του Υπουργείου Εργασίας καταργήθηκε προσφάτως, το άρθρο 48 του ν. 4611/2019 που εισήγαγε το «αιτιώδες» της καταγγελίας στις σχέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα. Μάλιστα η εν λόγω αιφνίδια κατάργηση έλαβε χώρα μετά τη νομοθετική δέσμευση της νέας Κυβέρνησης (με το Ν. 4623/2019) για την πόρευσή της υπό τις αρχές της καλής νομοθέτησης, της διαφάνειας και της υποχρεωτικής προηγούμενης διαβούλευσης.

 

Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, η αναγκαιότητα αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας συνδέθηκε με μία ασυνήθιστη ταχύτητα αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις. Εισήχθη η έννοια της «ευελιξίας» στην εργασία, η οποία αναδείχτηκε σε sine qua non απαίτηση προκειμένου την απρόσκοπτη επιχειρηματική ανάπτυξη. Έτσι, η «ευελιξία» έγινε κατανοητή σε ένα πρώτο επίπεδο ως μία αναγκαία αποδέσμευση της εργασίας από παράγοντες  που δεν εντάσσονται σε αυτήν, είτε αυτοί αφορούν σε θεσμούς, είτε σε συνδικάτα, είτε σε κυβερνητικές παρεμβάσεις. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η ευελιξία στην εργασία έγινε κατανοητή σαν μια συστημική διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζει τη μετάβαση του καπιταλιστικού συστήματος σε μία νέα εξελικτική φάση, μέσω της θέσπισης νέων μορφών απασχόλησης (πιο επισφαλών), μονομερών αλλαγών στις συμβάσεις εργασίας (δυσμενών), εκ περιτροπής απασχόληση κ.λπ.  Αυτή η νέα εξελικτική φάση του καπιταλιστικού συστήματος προκειμένου να μην οδηγήσει σε αποδόμηση του κοινωνικού ιστού πρέπει να «περιχαρακωθεί» με νέες αρχές και νέα δικαιώματα για τους εργαζομένους. 

 

Στο πλαίσιο αυτό η νομοθετική κατοχύρωση του «αιτιώδους» της καταγγελίας των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικού τομέα ήταν μία θεσμική κατάκτηση της προηγούμενης Κυβέρνησης. Ο εργοδότης θα έπρεπε να αιτιολογήσει τον λόγο της απόλυσης και με του εκάστοτε εργαζομένου, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την μη καταχρηστική άσκηση των εργοδοτικών ελευθεριών, την ενίσχυση της ανασφάλειας στις εργασιακές σχέσεις. Επρόκειτο λοιπόν για μία κατάκτηση  ορθά προσανατολισμένη σε μία πολιτική διαχείρισης της οικονομικής κρίσης μέσω της ανάδειξης της προστασίας της εργασίας ως ενός βασικού πυλώνα ανάπτυξης. Η έως τότε (και η πλέον…) δυνατότητα προσφυγής των απολυόμενων εργαζόμενων στα Δικαστήρια κατ’ εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ (απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος) ώστε οι τα τελευταία να ελέγξουν τα κίνητρα καταγγελίας του εργοδότη, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής. Πέραν της αδιαμφισβήτητης αδυναμίας του εργαζόμενου να αποδείξει εάν πράγματι επιχειρηματικές ανάγκες ή έκτακτοι επιχειρησιακοί λόγοι οδήγησαν στην  καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, η καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος προσφυγής σε αυτήν, έχουν καταστήσει την εν λόγω προσφυγή μάλλον ουτοπία, παρά δικαίωμα για τον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος –ας μη ξεχνάμε- ότι έχει προσαρμοστεί σε ένα «σκληρό» μισθολογικό πλαίσιο  που του εξασφαλίζει οριακά τις βασικές του βιοτικές ανάγκες. 

 

Η κατάργηση του «αιτιώδους» της καταγγελίας αποτελεί θεσμική οπισθοδρόμηση, η οποία καθιστά το ελληνικό δίκαιο προστασίας από την καταγγελία ασύμβατο με τις επιταγές του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΑνΕΚ). Περαιτέρω, καθίσταται ερευνητέα η  δυνατότητα ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας με μέτρα δήθεν «προστασίας» της επιχειρηματικότητας μέσω της ταυτόχρονης υποβάθμισης της προστασίας του εργατικού δυναμικού. Σημειωτέον ότι δεν έχει αποδειχτεί ο τρόπος επίδρασης (θετικός ή αρνητικός) της επέκτασης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στο ύψος και στις μεταβολές της παραγωγικότητας της εργασίας, τόσο με τη βοήθεια εργαλείων της περιγραφικής στατιστικής, όσο και με τη βοήθεια της οικονομετρικής ανάλυσης. 

 

Αποτελεί βαθειά πεποίθησή μου ότι η σταθερότητα της απασχόλησης δύναται να αυξήσει την προσήλωση των εργαζομένων, τη διάθεση τους για περαιτέρω μάθηση και κατάρτισή τους αλλά και την αύξηση της προσπάθειάς τους στην επίτευξη των στόχων της επιχείρησης στην οποία εργάζονται. Επιπρόσθετα, το «αιτιώδες» της καταγγελίας θα ήταν δυνατόν να εισάγει στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μία πολιτική διαχείρισης του ανθρωπίνου δυναμικού τους, μέσω της αναγκαιότητας περιγραφής των παρεχόμενων θέσεων εργασίας (job description) κα, των απαιτήσεων των θέσεων αυτών, ώστε να είναι δυνατός ο πραγματικός έλεγχος της αποδοτικότητας των εργαζομένων και άρα η αύξηση της παραγωγικότητας. 

 

Βρισκόμαστε εμβαφτισμένοι σε έναν κόσμο γεμάτο ανασφάλεια  σε σχέση με το παρόν και αβεβαιότητα σε σχέση με το μέλλον. Μία αβεβαιότητα, που στο όνομα της αύξησης της παραγωγικότητας, έχει οδηγήσει σε απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας, σε προσωρινοποίηση της εργατικής ζωής και στην αμφισβήτηση των ίδιων των εργασιακών δικαιωμάτων. Δεν μπορεί αυτός να είναι ο δρόμος για την ανάπτυξη, την πρόοδο και την αύξηση της παραγωγικότητας, δεν μπορεί να είναι αυτός ο δρόμος που θέλουμε να πορευτούμε.

 

bottom of page